- αγαθοποιία
- ηη αγαθοεργία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγαθοποιία — ἀγαθοποιΐᾱ , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc/acc dual ἀγαθοποιΐᾱ , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοποιία — ἀγαθοποιία, η (Α) [ἀγαθοποιός] αγαθοεργία, ευεργεσία … Dictionary of Greek
ἀγαθοποιίᾳ — ἀγαθοποιΐαι , ἀγαθοποιία propitious influence fem nom/voc pl ἀγαθοποιΐᾱͅ , ἀγαθοποιία propitious influence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιίας — ἀγαθοποιΐᾱς , ἀγαθοποιία propitious influence fem acc pl ἀγαθοποιΐᾱς , ἀγαθοποιία propitious influence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιίαν — ἀγαθοποιΐᾱν , ἀγαθοποιία propitious influence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՐԵՐԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 457 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c գ. εὑεργεσία, εὑεργέτημα, εὑποιΐα, ἁγαθοποιΐα beneficentia, beneficium Բարեգործութիւն առ այլս. երախտաւորութիւն. երախտիք. բարեսիրութիւն. աղէկութիւն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀγαθοποιιῶν — ἀγαθοποιϊῶν , ἀγαθοποιία propitious influence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)